- ἁγνείαν
- ἁγνείᾱν , ἁγνείαpurityfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CASTU (in) vel CASTO Cereris esse — in CASTU, vel CASTO Cereris esse Graece τῇ Δήμητρι ἀγνέυειν, quid sit, vide supra in voce Cadurcum, item in voce Cerealin. Addam hîc saltem, ut eô exactius castitatem servarent αἱ Θεσμοφοριάζουσαι hae, κνέωρον sibi durante festô substravisse,… … Hofmann J. Lexicon universale
εύσεπτος — εὔσεπτος, ον (Α) σεβαστικός, γεμάτος σεβασμό («τὰν εὔσεπτον ἁγνείαν λόγων», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σεπτός «σεβαστός»] … Dictionary of Greek
μιαίνω — (ΑΜ μιαίνω) 1. (ιδίως με αίμα) κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω (α. «μίανε τα χέρια του με το αίμα τού δολοφονημένου» β. «τοὺς τῶν θεών βωμοὺς αἵματι μιαίνειν», Πλάτ.) 2. μτφ. ρυπαίνω, σπιλώνω, μολύνω κάποιον ηθικά («εὔφημον ἦμαρ οὐ πρέπει κακαγγέλῳ… … Dictionary of Greek